Παίρνοντας το δρόμο της φυγής διαμέσου των ουσιών ο τοξικομανής «επιλέγει» ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Η επιλογή, όμως, αυτή δεν αποτελεί μια ελεύθερη επιλογή, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν όσοι κάνουν αφαίρεση του κοινωνικού χαρακτήρα του προβλήματος. Η επιλογή των ουσιών από τον έφηβο γίνεται σε κάποια στιγμή κορύφωσης του προσωπικού του αδιεξόδου, που καθιστά αφόρητη γι’ αυτόν την πραγματικότητα που ζει. Υπαγορεύεται από όλους εκείνους τους λόγους, ατομικούς και κοινωνικούς, που γίνονται πηγή μιας τεράστιας δυσφορίας που τον ωθεί στην αναζήτηση τρόπων φυγής από τη μοναξιά και την απελπισία του. Η επιρρέπειά του στη χρήση ουσιών, άμεση συνέπεια της ευαλωτότητας του ψυχισμού του, αντανακλά την κοινωνική ευαλωτότητα, τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών και την απόλυτη εξατομίκευση.
Η χρήση των ουσιών ισοδυναμεί με ένα «χημικό νάρθηκα», που όμως δεν τον στηρίζει, αλλά αντίθετα τον καταδυναστεύει. Γιατί η χρήση και η εξάρτηση από τις ουσίες αποτελεί μια τυραννική εμπειρία, που τον εκμηδενίζει ως σκεπτόμενο και δρών κοινωνικό άτομο. Έτσι αναπτύσσεται μια δυναμική που τροφοδοτεί την περιθωριακότητα και τροφοδοτείται απ’ αυτήν.
Μέσα στον άγριο κόσμο των ουσιών, όταν πια εγκατασταθεί η εξάρτηση ως τρόπος ζωής, όλα αυτά τα μοναχικά άτομα, χαμένα στην ανωνυμία τους, τραγικές μέσα στη μοναξιά την απελπισία και την εξαθλίωση, «σκιές ανθρώπων», περιφέρουν στις πλατείες τα σώματα τους κουβαλώντας στις πλάτες τους το βάρος μιας ζωής χωρίς νόημα. Το μόνο που μπορεί πια να κινήσει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους είναι η εξασφάλιση της πολυπόθητης «δόσης». Έχοντας διαρρήξει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς, επιβιώνουν με μεγάλη δυσκολία στο περιθώριο χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσουν το δικό τους λόγο και να ασκήσουν τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα τους, ενώ οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις που λειτουργούν σε βάρους τους κάνουν εξαιρετικά δυσχερή ακόμη και την πρόσβαση τους στις υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα που απειλούν όχι απλά την υγεία αλλά ακόμα και τη ζωή τους.
Σ’ αυτή την κατάσταση η ζωή τους μπορεί να ελέγχεται απόλυτα από τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς της βιοεξουσίας. Στις συνθήκες της ημι- παρανομίας, όπου υποχρεώνονται να διαβιώνουν πέφτοντας στα γρανάζια της βίας του κατασταλτικού μηχανισμού και των νόμων που τον στηρίζουν, χάνουν σιγά-σιγά την κοινωνική τους υπόσταση, καθώς μετατρέπονται σε αντικείμενα χειραγώγησης της σκέψης και της συμπεριφοράς από το σύστημα, που οι ίδιοι μπορεί να απεχθάνονται.

Υπηρετώντας τις ανάγκες της βιοεξουσίας η επίσημη, βιολογικής κατεύθυνσης Ψυχιατρική, υποστηρίζει ότι οι εξαρτήσεις (addictions) οφείλονται σε βλάβες του εγκεφάλου, που δημιουργούν μια χρονία και εν πολλοίς -ανίατη- νόσο.
Έτσι, ιατρικοποιώντας κοινωνικές συμπεριφορές και πολύ περισσότερο κοινωνικά φαινόμενα η Επιστήμη, με πρώτη την Ιατρική στην επίσημη εκφορά του επιστημονικού της λόγου, διολισθαίνει στον βιολογικό αναγωγισμό. Χρησιμοποιεί το κύρος της για να αποδώσει κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα σε βιολογικούς παράγοντες, στομώνοντας την κοινωνική κριτική και απενοχοποιώντας το κοινωνικό σύνολο.
Θέτει ολόκληρο το σώμα γνώσης της στην υπηρεσία της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, προτείνοντας ως «λύση» κοινωνικών κατά βάση προβλημάτων κάποιες βιολογικού τύπου θεραπείες. Υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση της τοξικομανίας μέσα από τα προγράμματα των υποκαταστάτων αποτελεί «θεραπεία», τείνει να καταργήσει την απόσταση που χωρίζει την απεξάρτηση από την συντήρηση της εξάρτησης ως τρόπου ζωής. Τείνει να αμβλύνει τη διαφορά ανάμεσα στο στόχο της ριζικής αλλαγής λειτουργιών και συμπεριφορών, στις οποίες ανάγεται η θεραπεία απεξάρτησης του συγκεκριμένου ατόμου και στο στόχο του περιορισμού της βλάβης που προκαλεί η χρήση σ’ αυτό αλλά και στην κοινωνία.

Τείνει να παρουσιάσει ως περίπου ανέφικτη αυτή την αλλαγή και ως μόνη ρεαλιστική λύση τη νόμιμη χορήγηση της δόσης και έτσι τη διαιώνιση της παραμονής αυτού του ατόμου στην περιθωριοποίηση, την απάθεια, την αδιαφορία, την απώλεια της ανθρώπινης, δηλαδή της κοινωνικής ουσίας της υπόστασης του, στην οποία τον καταδικάζει η εξάρτησή του.
Μ’ αυτό τον τρόπο όμως η θεραπεία, ενδεδυμένη με τον ιατρικό της μανδύα, γίνεται το πιο αποτελεσματικό μέσον κοινωνικού ελέγχου όχι μόνο του συγκεκριμένου ατόμου αλλά όλου αυτού του πληθυσμού.

Χαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή ως χρόνιο άρρωστο προσδίδει ένα σταθερό χαρακτήρα -πιθανώς και γενετικά καθοριζόμενο όπως υποστηρίζουν ορισμένοι- στη χρήση ουσιών και τον στιγματίζει ανεξίτηλα. Ο αποκλεισμός του στιγματισμένου από τις τάξεις των «κανονικών» αποβλέπει κατά πρώτο λόγο στο να εξουδετερώσει την απειλή που αυτός -μαζί με όλους τους «διαφορετικούς»- αντιπροσωπεύει για την κοινωνία. Η απειλή αφορά βασικά τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά και τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις και αξίες. Μέσα από την δημόσια προβολή από τον Τύπο -και όλα τα ΜΜΕ- της συγκεκριμένης εικόνας του τοξικομανή ως ασθενούς και μέσα από τη μετατροπή του σε αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και ιδεολογικούς χώρους διαμορφώνονται οι όροι του στιγματισμού του και τροφοδοτούνται οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις σε βάρος του ίδιου και του άμεσου, οικογενειακού και άλλου, περιβάλλοντος του. Έτσι ο τοξικομανής είναι πολλαπλά αποκλεισμένος από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει μια κοινωνία στα μέλη της, ενώ μπορεί να του καταλογιστεί συγχρόνως ότι είναι υπαίτιος της κατάστασης του, επειδή ο ίδιος την έχει επιλέξει. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα που βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων για χρήση καταστροφικών ουσιών, που κοστίζει τελικά στον τοξικομανή τον κοινωνικό του αποκλεισμό. Τα δικά του ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καθορίζονται από τη σχέση που έχει ενίοτε με την ψυχιατρική, τη δικαιοσύνη ή τις κοινωνικές ομάδες που διαχειρίζονται θέματα τοξικομανίας στο δημόσιο χώρο, καθώς και με την πολιτική εξουσία (Τσίλη, 1996).
Μέσα σ’ αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές εσωτερικεύει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος της οικογένειας και της κοινωνίας και διαμορφώνει ανάλογα τη συμπεριφορά του, με άξονα πάντα τη βία, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, μια βία που τροφοδοτεί το πλέγμα της παραβατικότητας και της καταστολής, μέσα στο οποίο εγκλωβίζεται τελικά.
Κουβαλώντας με ντροπή, πόνο και ενοχές το στίγμα του, μαστιγώνοντας ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στην επώδυνη διαδικασία του αυτοστιγματισμού του, χάνεται στα βάθη της ανασφάλειας, του φόβου, της απαξίωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Έχοντας εσωτερικεύσει την εικόνα του ανάξιου και αποτυχημένου δεν βρίσκει ούτε την δύναμη ούτε το κουράγιο να απευθυνθεί σ’ ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και να ζητήσει βοήθεια. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που, μαζί με την έλλειψη θεραπευτικών προγραμμάτων, συμβάλλει στο να είναι μικρό σε σχέση με το σύνολο το ποσοστό των τοξικομανών που απευθύνονται σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης.
Ο στιγματισμός είναι ακόμα πιο μεγάλος όταν αφορά γυναίκες και μητέρες τοξικομανείς και γίνεται διπλός όταν πρόκειται για άτομα διπλής διάγνωσης, δηλαδή τοξικομανείς που παρουσιάζουν ταυτόχρονα και κάποιας μορφής ψυχική διαταραχή. Σ’ αυτές τις κατηγορίες των τοξικομανών η προσέλευση σε στεγνό πρόγραμμα απεξάρτησης είναι ακόμα πιο μικρή και η περιθωριοποίηση ακόμα μεγαλύτερη.
Η ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ
Το κοινωνικά αποκλεισμένο άτομο είναι τόσο εξατομικευμένο, τόσο ισοπεδωμένο από το βάρος του στίγματος και της κοινωνικής απομόνωσης, τόσο αποθαρρυμένο που δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει εστία ενεργητικής αντίστασης σ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που προκαλούν και συντηρούν τον αποκλεισμό του.
Αντίθετα, αναπτύσσει εύκολα εξαρτήσεις από νόμιμες και παράνομες ουσίες στην απεγνωσμένη «επιχείρηση φυγής» απ’ την τραγική καθημερινότητα.
Τα ποσοστά της τοξικομανίας στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων είναι υψηλά μολονότι υπάρχουν σοβαροί μεθοδολογικοί περιορισμοί που αφορούν τη συλλογή, την καταγραφή και τη συγκριτική εκτίμηση των δεδομένων.
Με βάση, πάντως, τα στοιχεία που διαθέτει αυτή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά η κατάσταση είναι τραγική.
Έχει βρεθεί ότι το 45.8% των τοξικομανών στην Ευρώπη είναι άνεργοι. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι ακόμα πιο υψηλό, φτάνοντας το 64,3%. Από τα επίσημα στοιχεία συνάγεται επίσης ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός των τοξικομανών που απευθύνεται σε θεραπευτικά προγράμματα έχει εγκαταλείψει το σχολείο ή έχει εκδιωχθεί απ’ αυτό και δεν έχει καν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Στο χώρο των φυλακισμένων περισσότεροι από τους μισούς (54%) κάνει χρήση ουσιών μέσα στη φυλακή και μάλιστα ενδοφλέβια (το 34%). Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών (το 3-26%) άρχισε τη χρήση ενώ βρισκόταν στη φυλακή.
Σε σχέση με τους μετανάστες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Μόνο ότι το 1,4% των τοξικομανών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα το 2002 ήταν μετανάστες.
Υπάρχουν σοβαρές μελέτες σε πληθυσμούς αστέγων της Δανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας, που επιβεβαιώνουν τα μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας. Η Ολλανδία και η Μ. Βρετανία αναφέρουν ποσοστά τοξικομανίας 14-80% στους αστέγους που ζουν σε πρόχειρα καταλύματα και ακόμα μεγαλύτερα σ’ εκείνους που ζουν στο δρόμο. Από τα στοιχεία του ΕΚΤΕΠΝ φαίνεται ότι το 4,9% των χρηστών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα μέσα στο 2001 ήταν άστεγοι.
Τα παιδιά των τοξικομανών που οι γονείς τους συνεχίζουν να κάνουν χρήση έχουν διπλάσια πιθανότητα να εγκαταστήσουν κάποια τοξικομανία. Θεωρείται ότι αυτά τα παιδιά έχουν επικράτηση τοξικομανίας 37-49% στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με ένα 29-39% των παιδιών των μη-χρηστών.
Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση (σεξουαλική και άλλη) μέσα και έξω από την οικογένεια έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν τοξικομανία. Από σχετική έρευνα στην Πορτογαλία φαίνεται ότι αυτή είναι επταπλάσια.
Στα παιδιά του δρόμου τα ποσοστά της τοξικομανίας είναι επίσης υψηλά, 2-8 φορές μεγαλύτερα από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι ουσίες που χρησιμοποιούν αυτά τα παιδιά είναι βασικά το κρακ, η ηρωίνη και τα διαλυτικά.
Μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας, ανευρίσκονται επίσης στα παιδιά που ζουν σε αναμορφωτήριο και δεν παρακολουθούν σχολείο. Στη Γαλλία το ποσοστό αυτό φτάνει το 65%, ενώ στη Φινλανδία το 40%.
Μια ποιοτική μελέτη σε πόρνες της Ιταλίας έχει δείξει ότι άλλες κάνουν χρήση ναρκωτικών για να αντέξουν τις συνθήκες της ζωής τους, ενώ άλλες κάνουν πορνεία για να εξασφαλίσουν τα ναρκωτικά τους.
Τέλος πρέπει να πούμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών που βρίσκονται σε ψυχιατρεία ή άλλες ψυχιατρικές υπηρεσίες κάνει χρήση ναρκωτικών. Από σχετικές έρευνες στη Δανία το ποσοστό αυτό φτάνει το 50-60%.
Βιβλιογραφία
Bauman, Z. (2005). Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας. Αθήνα: Κατάρτι.
Baudry, P. (1997). «L’asocial» Aux frontières du social, L’exclu sαns la direction de Alain Gauthier, (85-104). Paris: L’ Harmattan.
Benasayag, M., Schmit, G. (2006). Les passions tristes. Paris: La Découverte poche.
Castel, R. (1996). «Les marginaux dans l’ Listoire». Στο «L’ exclusion L’ état des savoirs». Paris: La Découverte poche.
Castel, R. (1995). Les pièges de l’exclusion Lien social et politiques, RIAC.
Δρετάκης, M. (2006). H διαιώνιση της φτώχειας στην Ελλάδα, Εφημερίδα Ελευθεροτυηία, 21-22/4/2006.
Farge, A. (1994). Ο ζητιάνος. Ένας περιθωριακός;. Αθήνα: Ροές – Δοκίμια.
Foucault, M. (2002). Για την uπεράσπιση της κοινωνίας. Αθήνα: Ψυχογιός.
Giroux, H.-A. (2002). «Global capitalism and the return of the garrison State». Arena Journal, 19, 141-160.
Guérin, Ch. (1997). L’exclusion et son contraire. Στο συλλογικό τόμο Aux frontiers du social – «L’exclu» sous la direction d’Alain Gauthier. Paris: L’Harmattan.
Καβουνίδη, Τζ. (1996). Κοινωνικός αποκλεισμός, έννοια, κοινοτικές πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλήμματα πολιτικής. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
Καραμεσίνη, M. (2004). Ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, (399-438). Αθήνα: Εξάντας.
Καραπιδάκης, Ν. (2004). «Περιθωριακοί στη Μεσαιωνική Δύση». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ‘Ενθετο «Ιστορικά»: «Οι περιθωριακοί», 16/12/2004.
Lemke, Th. (2004). «Marx sans guillemets: Foucault, la gouvernementalité et la critique du néolibéralisme», Actuel Marx, 36.
Μιχαήλ, Σ. (1999). «Βιοεξουσία και απελευθέρωση», Τετράδια Ψυχιατρικής, 67, 29- 34.
Palmer, B. (2006). Κουλτούρες της νύχτας. Αθήνα: Σαββάλας.
Πανούσης, Γ. (2006). «Ο “γεννημένος εγκληματίας” ξαναγεννιέται;». Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 31-8-2006.
Παπαδοπούλου, Δ. (2004). Η φύση του κοινωνικού αποκλεισμού στην ελληνική κοινωνία. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Αθήνα: Εξάντας.
Paugam, S. (1996). Pauvreté et exclusion. La force des contrastes sociaux. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: L’exclusion L’état des savoirs. Paris: L’ Harmattan.
Τσίλη, Σ. (1996). Τοξικομανείς και κοινωνικός αποκλεισμός. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
Φακιολάς, Ν., Στυλιαράς, Γ., Μουλά, Κ. (1996). Ο κοινωνικός αποκλεισμός των απεξαρτημένων ατόμων. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, τόμος Α’. Αθήνα: ΕΚΚΕ.
Walker, A., Walker, C. (2004). Britain divided: the growth of Social Exclusion in the 1980 and 1990’s London: Child Poverty Action Group. Στο συλλογικό τόμο με τίτλο: Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, Πετμετζίδου, Μ., Παπαθεοδώρου, Χρ. (Εηιμ.), Ruth Levitas: «Η έννοια του κοινωνικού αηοκλεισμού και η νέα ντυρκεμιανή ηγεμονία». Αθήνα: Εξάντας.
EMCDDA, Annual Report on the state of the drug problem in the European Union and Norway, 2002.
(Αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος της τριμηνιαίας έκδοσης του ΑΠΘ, για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού, «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία»).
Η επιστημονική επιτροπή αποτελείται από τους: Δικαίου Μαρία, Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος, Φαφαλιού Μαρία
Εκδότης – Διευθυντής Μπαϊρακτάρης Κώστας
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Εποπτεία Τεύχους: Παπαϊωάννου Σκεύος, Μιχαήλ Σάββας
Επιμέλεια κειμένων Σταμάτη Γιούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου